σιγοπερπατώ

σιγοπερπατώ
περπατώ σιγά: Σιγοπερπατούσαν και κουβέντιαζαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιγοπερπατώ — άω, Ν 1. περπατώ αργά αργά, ήρεμα 2. περπατώ αθόρυβα, στα νύχια τών ποδιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”